Supporting the Local and Global DIY Community!

Friday, February 8, 2013

Kill the Cat - Συνέντευξη





η συζήτηση έγινε λίγες μέρες μετά το live στις 13/10/11 στη Λευκωσία από τη Μαθητική Ομάδα Σκαπούλα και το FOTM, απομαγνητοφωνήθηκε και δημοσιεύτηκε αρχικά στο Σκαπούλα #5






-Πρώτα πείτε μας από που βγήκε το όνομα...

Τζίμης: Επειδή μισούμε τις γάτες (γέλια)

Νικολάκης: Είχαμε κανονίσει να παίξουμε ένα λάιβ στη νομική -παρόλο που δεν ήμασταν μπάντα ακόμα- και μας έφτιαχνε ένας φίλος μας ένα φλαϊεράκι και με παίρνει τηλέφωνο και με ρωτάει «πώς λέγεστε ρε?» και του λέω «ωχ! δε λεγόμαστε κάπως!» κι εκείνη την ώρα κοιτάζω κάτι αφίσες που είχα κολλημένες στο σπίτι μου και συγκεκριμένα μια του Sid Vicious και μου σκάει συνειρμικά ο στίχος του «My Way»που λέει «to think, I killed a cat», και του λέω «Kill the Cat?» και μου λέει «καλό, καλό!» και μου κλείνει το τηλέφωνο. Οπότε κάπως αυτός αποφάσισε το όνομα, μετά οι άλλοι απλά συμφωνήσαμε να μείνει.


Κι από πότε είστε μαζί?


Νικολάκης: Aυτό το λάιβ ήταν τον Μάρτη του 2001. Λίγους μήνες μετά ξεκινήσαμε με όλη τη σύνθεση που ‘μαστε τώρα.


Πώς γνωριστήκατε? Ξέρατε ο ένας τον άλλο?


Νικολάκης: Εγώ κι ο Τζίμης από 12 χρονών γνωριζόμαστε και οι Γιούλες μεταξύ τους το ίδιο και κάπως μετά βρεθήκαμε εγώ, ο Κώστας κι η Γιούλα στη νομική που σπουδάζαμε και τον Στρατή τον γνωρίσαμε...
Τζίμης: …σε ένα πάρτυ Ramones.
Νικολάκης: Α! Eίχαμε κι ένα τρομπετίστα τότε, κι ένας τρομπονίστας πέρασε αργότερα...



Πώς επιλέξατε να ακολουθήσετε το DIY? Τι ήταν αυτό που είδατε, στο σάιτ σας αναφέρετε ότι είχατε κάτι θέματα με τα μαγαζιά.


Νικολάκης: Είναι πολλά στη μέση.. Καταρχάς αυτό με τα μαγαζιά.. Βρεθήκαμε να παίζουμε με τη Σοφία Βόσσου χωρίς να έχουμε ιδέα… (μεσολαβούν 2 λεπτάκια συζήτησης για το ποια είναι η Σοφία Βόσσου που τελικά τραγουδά με τους παπαροκάδες και κάνει ριάλιτι τηλεόραση). Σε κάποια μαγαζιά αντιμετωπίσαμε κάποιες άσχημες συμπεριφορές, αλλά δεν ήταν αυτό το βασικό νομίζω. Το βασικό ήταν ότι μέσα στην πορεία ρε παιδί μου, ενώ στην αρχή απλά γουστάραμε να παίζουμε μουσική -και ξέρεις, πιτσιρικάδες τότε δε μας ένοιαζε και πολύ το πλαίσιο- σιγά σιγά έπαιξε και μια πολιτική συνειδητοποίηση και χωνόμασταν σε κινηματικά πράματα, οπότε μετά μας φάνηκε πολύ λογικό αφού κάποιοι από μας συμμετείχαμε σε πολιτικές ομάδες, η μπάντα να είναι σε συνάρτηση με την υπόλοιπη στάση μας.




Κι αυτή η απόφαση πότε πάρθηκε?

Κώστας: Στην ελλάδα, οι δομές της αντικουλτούρας γενικά, είχαν ήδη πάρει την «απόφαση», εδώ και αρκετά χρόνια. Δηλαδή η σταδιακή αυτή πολιτικοποίησή μας, μας έφερε σ’ αυτόν το «χώρο», ο οποίος είχε κάποιες δομές στις οποίες κατά κάποιον τρόπο «ενταχθήκαμε».

Νικολάκης: Δεν ήταν δηλαδή δική μας έμπνευση να πούμε «δε θα παίζουμε σε μαγαζιά», κάποιοι άλλοι το κάναν πριν από μας.
Κώστας: Έχει μια ιστορία πίσω του αυτό.
Τζίμης: Έχει πολύ να κάνει με τους ανθρώπους που ήταν στη μία και στην άλλη φάση. Ήταν φοβερή έμπνευση οι άνθρωποι που γνωρίσαμε εκείνη την εποχή, από Xάσμα, από καταλήψεις κι από στέκια. Ήταν υπέροχοι, μας φέρθηκαν υπέροχα και μεις θέλαμε να συμμετέχουμε σ’αυτό και ήταν πιο ωραίο κλίμα, πέρναγες και πιο ωραία και συνέβαλες με τον τρόπο σου σε κάτι, με άποιον τρόπο παραμυθένιο. Δεν είναι το ίδιο πράγμα τώρα να πηγαίνεις και
να κάνεις κατάληψη ξερω γω σε πλατεία και να στήνεις με φίλους και να τρέχετε μαζί και να το κάνετε όλο απ’ το μηδέν, αυτό δεν το βρίσκεις στα μαγαζιά. Είναι φοβερά δημιουργικό.
Νικολάκης: Θυμάμαι σε μια από τις πρώτες συναυλίες που είχαμε στήσει στο Θησείο -σε κεντρικό σημείο- ανεβαίνει ένα περιπολικό όταν στήναμε το λάιβ, το μεσημέρι, πάνω στον πεζόδρομο της Ερμού. Εμείς παίζαμε μπάλα εκείνη την ώρα με κάτι πιτσιρικάδες και θυμάμαι σκάει ένας από το crew που στήναμε το λάιβ, ο οποίος ήτανε πάνκης, πιτσιρικάς και νομίζω ήταν και μετανάστης
δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Και σκάει, πολύ χαλαρός, 16 χρονών παιδί, στο περιπολικό, τους χτυπάει το τζάμι, με τη μπάλα στο ένα χέρι, κατεβάζουν το τζάμι οι μπάτσοι, τους λέει «σήμερα έχουμε συναυλία εδώ, φύγετε». Κι εκείνη την ώρα ήταν αυτό, ότι έσπασε η κανονικότητα, μπορούσε ο πιτσιρικάς, ο πάνκης, ο μετανάστης, που γενικά τον έχουνε στη μπούκα οι μπάτσοι, εκείνη την ώρα, μέσα από τη συλλογικότητα και τη ρήξη που είχαμε πετύχει στο δημόσιο χώρο, έστω για μια στιγμή, να έχει το πάνω χέρι απέναντι στους μπάτσους -οι οποίοι ξέχασα να πω ότι έκαναν αναστροφή και έφυγαν..



Από τις συζητήσεις που κάνουμε τις τελευταίες μέρες καταλαβαίνω ότι αυτό έχει και κάποια προβλήματα, το να στήνεις τα λάιβ μόνος σου.

Τζίμης: Ε ναι, άμα δεν είχε, θα ‘χε γίνει επανάσταση!

Θέλετε να μας πείτε λίγο τι δυσκολίες αντιμετωπίζεις σ’ αυτή τη φάση?


Νικολάκης: Γιατί δε μας λέτε εσείς που στήσατε αυτή τη συναυλία χτες? Κοίτα για μας είναι κυρίως οικονομικό το θέμα. Οικονομικό γιατί δεν υπάρχει κόσμος έτοιμος που θα κατεβεί σ’ ένα λάιβ ό,τι και να γίνει, όποιος κι αν παίζει. Δεν υπάρχει σκηνή ας πούμε. Οπότε παίρνεις κάποια ρίσκα με τα λεφτά, να φέρεις μια μπάντα, να στήσεις καλό ήχο ξέρω γω, και προσπαθείς να κάνεις δουλειά με αφίσες, να μοιράσεις φλάιερ, ακόμα και στο ίντερνετ, για να καλύψεις αυτό το κενό, αυτό βασικά.
Νικολάκης: Κοίτα αυτό που βάζεις ως οικονομικό πρόβλημα εγώ πιστεύω ότι είναι κεντρικό στην κουβέντα για τα προβλήματα της φάσης ρε παιδί μου. Δηλαδή εκτός απ’ το στοιχείο της αυτοοργάνωσης που είναι μια πάρα πολύ ωραία κατάσταση γιατί βάζεις τους δικούς σου όρους -οπότε ξέρεις,
αυτομάτως είσαι πιο ελεύθερος, μπορείς να το κάνεις όπως θες- όλα αυτά τα χρόνια έχει αναπτυχθεί η στάση γύρω από το λεγόμενο αντιεμπορευματικό ζήτημα, απέναντι στο οποίο εγώ, όσο περνάει ο καιρός και βλέπω τις ευκολίες και τις δυσκολίες της κατάστασης, γίνομαι όλο και πιο επιφυλακτικός. Γιατί με απασχολεί το πώς μπορείς να κάνεις τη φάση αφενός να επιβιώσει και αφετέρου να εξελιχθεί, ειδικά τώρα που είναι και η κρίση στην ελλάδα.
Κώστας: Ναι, αλλά εγώ νομίζω ότι δεν είναι αυτό το πρόβλημα γενικότερα... Το πρόβλημα, αν πούμε ότι υπάρχει πρόβλημα, για μένα και το οικονομικό, αυτό που λες, έχει να κάνει με το θέμα των σχέσεων. Των σχέσεων που έχεις μέσα στην ίδια την ομάδα που φτιάχνει αυτό το πράγμα και των σχέσεων που έχεις με τρίτους, με αυτούς που έρχονται. Δηλαδή μπορείς να πετύχεις πολλά πράγματα με το να δουλέψεις αυτές τις σχέσεις, πού θες να πας το πράγμα. Αν δεν έχεις καλές σχέσεις μπορεί να έχεις πάρα πολλά προβλήματα,
από οικονομικά μέχρι και εγώ δεν ξέρω τί άλλο.. Υπάρχουν πολλά πράματα που έχουμε κατακτήσει μέσα σε μια φάση, υπήρχαν πολλές φορές συναυλίες, είτε σε κλειστούς χώρους, σε στέκια, είτε έξω, όπου δε μαζεύονταν τα έξοδα για μπάντες από το εξωτερικό που έρχονταν ή της εκδήλωσης γενικά. Αυτό σταδιακά ξεπεράστηκε, με δουλειά. Κάναμε κάποιες κινήσεις για να δείξουμε στον άλλο ότι δεν είναι εδώ τσάμπα, δεν είναι δωρεάν η συναυλία -με την έννοια ότι πας κάπου σε μια συναυλία που έχει πίσω της χορηγούς
και τα έξοδα είναι εξασφαλισμένα- αλλά είναι μια φάση την οποία την κάνουμε εμείς και τα έξοδα κατά κάποιο τρόπο τα μοιράζονται όλοι, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι η μόνη σχέση που έχεις μ’ αυτόν που έρχεται στη συναυλία είναι ότι τον βλέπεις αποκλειστικά σαν «χρηματοδότη». Απλά αυτός ο τρόπος είναι κι ένας τρόπος κάπως να νιώσει σα δική του τη φάση εκεί. Έστω ένα προ-στάδιο για να υπάρξει κάτι περαιτέρω, είτε σε ατομικό επίπεδο είτε στο να φτιάξει ο ίδιος μια άλλη φάση με τους φίλους του.
Νικολάκης: Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση που συνδέει κάπως όλα αυτά που λέμε τώρα, είναι η φάση με το στούντιο που έχουμε κάνει. Εμείς βάζουμε αντίτιμο στα cd και έχουμε ένα οικονομικό feedback, δηλαδή ο κόσμος συνεχίζει να μας ενισχύει γιατί βλέπει ότι αυτό έχει αντίκρισμα. Επενδύουμε αυτά τα χρήματα σ’ ένα αυτοοργανωμένο στούντιο που έχουμε με κάποιες άλλες μπάντες και φτάσαμε σ’ ένα σημείο -εκεί που θα δίναμε λεφτά να νοικιάσουμε ένα στούντιο για να ηχογραφήσουμε- τελικά να αγοράσουμε δικά μας μηχανήματα και να κάνουμε τον τελευταίο δίσκο όλο μόνοι μας -που σημαίνει ότι πέρασε η δική μας αισθητική και στην ηχοληψία και στην παραγωγή και στα πάντα, άρα ούτως η άλλως είναι πιο DIY η κατάσταση και
πιο ελεύθερη και πιο ωραία. Και ταυτόχρονα, που είναι πολύ σημαντικό, δηλαδή πέρα απ’ το θεωρητικό ότι ανεξαρτητοποιηθήκαμε από το μουσικό κατεστημένο, είναι ότι αυτά τα λεφτά που επενδύσαμε και ο εξοπλισμός που έχουμε πια, έχει συλλογικοποιηθεί, είναι μια έμπρακτη μορφή κομμουνισμού ρε παιδί μου για να το πω λίγο χοντρά. Εδώ και κάνα χρόνο, από τότε που
τελειώσαμε το δίσκο, στο στούντιό μας έρχονται μπάντες, άλλες μπάντες, πέρα απ’ τις 4-5 που είμαστε στο στούντιο, κάνουν καμιά πρόβα, αφήνοντάς μας για οικονομική ενίσχυση ό,τι θέλουν, ενώ θα μπορούσαν να παν να πληρώσουν πάρα πολλά λεφτά σ’ ένα επαγγελματικό στούντιο. Το πόσο καλό είναι το στούντιό μας ηχητικά, νομίζω φαίνεται κι από το αποτέλεσμα του δίσκου, μπορεί να το κρίνει ο καθένας μόνος του – είναι ήδη καλύτερο από
όσα είχαμε ακριβοπληρώσει σε επαγγελματικά στούντιο. Έρχονται μπάντες, τους βοηθάμε να κάνουν παραγωγή ή να ηχογραφήσουν καμιά πρόβα, είναι καμιά δεκαριά μπάντες που έχουνε κάνει ηχογραφήσεις στο στούντιό μας.



Έχετε απαντήσει από μόνοι σας οποιαδήποτε ερώτηση μπορούσαμε να κάνουμε(γέλια). 
Θέλω να μείνουμε λίγο στην αυτοοργάνωση και το DIY γιατί τη

συνέντευξη θα τη διαβάσουν κυρίως κύπριοι. Είστε μια μπάντα που δεν ξεκίνησε και είπε «θα παίζουμε σε καταλήψεις/θα παίζουμε για σκοπούς αλληλεγγύης». Οπότε πώς θα απευθυνόσασταν σε μια μπάντα που θα ήθελε να ξεκινήσει αυτό το δρόμο της αυτοοργάνωσης? Τι είναι αυτά που έχετε δει εσείς που αξίζουν για μια μπάντα να επιλέξει αυτό το δρόμο αντί το δρόμο των μαγαζιών και των χορηγών?


Γιούλη: Ρητορική είναι η ερώτηση σου... «Των χορηγών και των μαγαζιών», αυτό τα λέει όλα.
Κώστας: Δεν μπορώ να πω εξαρχής σε κάποιον, πρέπει να την ψάξει κι ο ίδιος. 


Πρέπει μια DIY μπάντα να είναι στρατευμένη?


Νικολάκης: Εγώ δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι.. Όσο για το παραπάνω ερώτημα, θα το έθετα αλλιώς: Προτιμάς να αποφασίζεις ο ίδιος για το πώς λειτουργείς με την μπάντα σου ή προτιμάς να αποφασίζουν οι άλλοι για σένα? Το βασικό point, είναι πως κάποιος προτιμά ενδεχομένως να είναι ετερόνομος, είτε επειδή θέλει να βγάλει λεφτά, είτε επειδή θέλει να δοξαστεί ας πούμε.
Γιούλη: Είτε επειδή είναι το πιο εύκολο, υπάρχει κι αυτό. Θέλει προσωπικές θυσίες, εμείς τόσα χρόνια βάζαμε λεφτά απ’ την τσέπη μας, είχαμε φτάσει σ’ένα σημείο που δεν πήγαινε άλλο. Και για να απαντήσω, για μένα, η έννοια του DIY έχει πολιτική χροιά από μόνη της. Δηλαδή διαλέγεις να κάνεις κάτι έξω από αυτό που σου πασάρουνε, που σπρώχνουνε πάνω σου με τη βία. Σα στάση, το να διαλέξεις να κάνεις κάτι κάτω απ’ τη δική σου αισθητική μόνο
και μόνο, που δεν είναι αυτό που κυκλοφορεί γύρω γύρω, έχει κάτι να πει από μόνο του, αυτό θεωρώ εγώ. Μια DIY μπάντα ενδεχομένως να σκέφτεσαι αν θα πρέπει να έχει πολιτικά τραγούδια, πολιτικούς στίχους και τα λοιπά, ή να κάνει πολιτικές συναυλίες. Δεν είναι μόνο αυτό. Για μένα είναι πολιτική άποψη και το να αποφασίζεις να κάνεις μόνος σου, και με δικούς σου κανόνες και αισθητική αυτό το πράγμα. Είναι μια απάντηση. Γιατί πλέον, η ελευθερία, γενικώς στη ζωή μας, είναι κάτι πάρα πολύ σχετικό. Την καταπατάνε καθημερινά.
Τζίμης: Εγώ να πω κάτι συγκεκριμένα, με παράδειγμα, για τη στράτευση. Αν μια μπάντα, αυτό που είπε ο Νικολάκης, θέλει να δοξαστεί, ή να βγάλει λεφτά, ή να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο μπλα μπλα μπλα αυτό, είναι δικό της θέμα. Αυτό που ρωτάς εσύ, έχει να κάνει με μπάντες, γνώμη μου, που αγαπάνε πολύ αυτό που κάνουν. Δηλαδή, τα τραγούδια που εμείς γράψαμε τα τελευταία τρία χρόνια και κάναμε το «φιλιά στο χάος» τα αγαπάμε πάρα πολύ. Έχουμε δώσει πολύ ιδρώτα και αίμα συλλογικά γι’ αυτά τα τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια τα αγαπήσαμε ακόμα περισσότερο ηχογραφώντας τα με diy τρόπο, σ’ ένα αυτοοργανωμένο και αυτοχρηματοδοτούμενο στούντιο με όμορφους ανθρώπους
με διάθεση για αλληλοβοήθεια, χωρίς να έχουμε κάποιον να μας κοιτάζει με το ρολόι ότι «παιδιά σε δύο ώρες πρέπει να σταματήσει αυτή η ηχογράφηση». Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να ‘χω εγώ την ευκαιρία να κλείνω και δεκαεννιάωρα σερί, μόνο και μόνο από καύλα κι από αγάπη δηλαδή. Να μπορώ να κλείνω όσες ώρες θέλω με τους φίλους μου και να γράφουμε και να φτιάχνουμε και να διορθώνουμε και να βγάλουμε αυτό που θέλουμε όπως το θέλουμε, χωρίς να μας πιέζει κανένας, είναι αυτό που είπε ο Νικολάκης, είναι μια κομμουνιστική συνθήκη ας πούμε. Κάνουμε αυτό που θέλουμε με τους
όρους μας, επειδή το αγαπάμε κι επειδή είμαστε αυτό – και δε θα βγει ούτε βεβιασμένα, ούτε με αντιαισθητικούς χορηγούς και δεν ξέρω τι, ούτε με τιμές κι όλα αυτά, και θα είναι αυτό που θέλουμε. Γιατί τελικά ξέρεις τι, καταλαβαίνω ότι αυτό θα θυμάμαι, αυτό σκέφτομαι πριν κοιμηθώ, αυτά είναι
τα βιώματα που θέλω να έχω. Τώρα μια μπάντα γιατί να πάρει το ένα και γιατί να πάρει το άλλο, είναι η σχέση της με αυτό που θέλει να κάνει, είναι μπάντα, δεν είναι προϊόν. Εκφράζεται μ’ αυτό το πράγμα. Αν αυτό θέλει να το εκφράσει όπως το νιώθει, θα το καταφέρει απ’ αυτό το δρόμο της αυτοοργάνωσης.


Έτσι για να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου πάλι –σε μια μπάντα που θέλει να περάσει το μήνυμά της και που θεωρεί πως είναι δύσκολο να αποφύγει τους σπόνσορες και τέτοια στο να στήσει μια συναυλία, η απάντησή μας μπορεί να είναι η συλλογικότητα?


Νικολάκης: Η απάντηση είναι ότι το μήνυμα, δεν είναι ρε παιδί μου ο πολιτικός στίχος, η ιδεάρα, η αντίληψη. Το μήνυμα είναι το ίδιο το μέσο. Το μήνυμα είναι το πώς το κάνεις. Και γω όταν ήμουν μικρός τους Rage Against the Machine άκουσα και δε θέλω να υποβιβάσω ότι μια μπάντα περνάει μήνυμα σε πολύ κόσμο, όμως μια τέτοια μπάντα καλλιεργεί θεατές, καλλιεργεί καταναλωτές, καλλιεργεί πελάτες. Λοιπόν, εμένα με ενδιαφέρει μια μπάντα ή
μια συλλογικότητα να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο που να δημιουργεί
ενεργούς ανθρώπους, συμμέτοχους στην κατάσταση, ανθρώπους που αναλαμβάνουν να κάνουν πράγματα. Δηλαδή εμένα με ενδιαφέρει πολύ το ότι ήρθαμε σε σας εδώ και ότι ρε παιδί μου δεν ήρθαμε να παίξουμε ας πούμε σε ένα μαγαζί, στο οποίο εσείς θα ερχόσασταν απλά για να πληρώσετε εισητήριο, να σας βάλουν σφραγίδα στο χέρι, να μας ακούσετε, ενδεχομένως να μας θαυμάσετε και να σας υπογράψουμε αυτόγραφο και να τελειώσει εκεί η σχέση. Ήρθαμε εδώ
και κάναμε πράγματα μαζί κι αναλάβατε κι εσείς δράση, οπότε αμέσως έσπασε το «πομπός-δέκτης» ας πούμε...
Γιούλη: Μέσα στα σπίτια σας μας βάλατε, αυτό τα λέει όλα. Τι άλλο πιο άμεσο?
Νικολάκης: Κανονικές σχέσεις, όπως πρέπει να είναι τα πράγματα. Τώρα θα έλεγε κανείς ότι άμα είναι τόσο άσπρο-μαύρο γιατί δεν το κάνει όλος ο κόσμος? Το ότι εμάς μας αρέσει να αναπτύσσουμε με σας ωραίες σχέσεις δε σημαίνει ότι αυτό είναι κάτι που το προτιμούν όλοι. Κάποιοι προτιμούν να τους θαυμάζεις, να σου υπογράφουν αυτόγραφα. Οπότε αυτοί οι άνθρωποι δε θα το σεβαστούνε αυτό που λέμε εμείς, δε θα το εκτιμήσουν και δεν μας ενδιαφέρουν. Το πρόβλημα είναι -κι εκεί πρέπει να δούμε πώς θα λυθεί για
να πάει αυτή η φάση μπροστά- τι γίνεται μ’ όλον αυτόν τον κόσμο που ψάχνει για βιώσιμες λύσεις στη δύσκολη συγκυρία που ζούμε και η φάση δεν έχει να του προτείνει κάτι χειροπιαστό. Εμένα θα με
ενδιέφερε να έχουμε προτάσεις ζωής απέναντι στην κοινωνία. Αυτή η
ενδιαφέρουσα κίνηση που υπάρχει τελευταία με τις συνεργατικές θα μπορούσε ίσως να επεκταθεί και στη μουσική - γιατί τι καλύτερο έχουμε να προτείνουμε στον μουσικό που παίζει σε άθλιες εργασιακές συνθήκες από το να αυτοοργανώσει τις συνθήκες του? Είμαστε ενάντια στην ιδιότητα του καλλιτέχνη, του στυλ «υπογράφω αυτόγραφα», «αποστασιοποιούμαι από την κοινωνία», «εμφανίζομαι ως δημιουργική ελίτ απέναντι στους θεατές». Γιατί να μην διαμορφωθούν όμως ευρύτερες καταστάσεις σαν αυτές που δημιουργούσαν π.χ. οι Crass ή οι Dead Kennedys -δηλαδή κολεκτίβες παραγωγής και διανομής δίσκων- που στο κάτω κάτω, αυτές ήταν και οι αναφορές των πάνκηδων που τέλη του ’80 στήσαν την εγχώρια φάση. 


Σε καταλήψεις του εξωτερικού έχω δει να μπαίνει μικρή είσοδος, που ίσως αποτρέπει κάποιους που αντιτίθενται στο πνεύμα της συναυλίας. Στην Ελλάδα όμως δεν γίνεται αυτό...


Γιούλη: Παλιά γινότανε και στη Βίλα Αμαλίας (σημείωση: κεντρική κατάληψη την Αθήνα) για κάποια περίοδο.
Νικολάκης: Και στην Καβάλα γινότανε στην αρχή και στο Βιολογικό γίνεται ακόμα. Ο λόγος που σταμάτησε να υπάρχει είσοδος, π.χ. στη Βίλα Αμαλίας και σ’ όλα αυτά τα μέρη στην Ελλάδα, είναι γιατί ήθελαν να είναι προσβάσιμη η συναυλία σε όλους, να μην υπάρχουν διαχωρισμοί ή περιορισμοί οικονομικοί, να μπορεί να μπει και αυτός που δεν έχει μία.
Γιούλη: Το οποίο είναι πολύ σωστό...
Νικολάκης: Στην πράξη, εγώ θεωρώ ότι θα μπορούσε και με είσοδο να
επιτρέπεται να μπει κάποιος ο οποίος σου λέει «φίλε, δεν έχω». Αυτό θα λυνόταν κι αλλιώς. Εμείς όταν ασχολιόμασταν πιο πολύ με συναυλιακές ομάδες σε καταλήψεις κτλ. -επειδή έλεγε πριν ο Κώστας για τη δουλειά που πρέπει να γίνεται, για τις σχέσεις που πρέπει να αναπτύσσονται και το πώς πας τη φάση μπροστά- με τη δουλειά που γινόταν στην είσοδο του τύπου «παιδιά γεια χαρά, εδώ η φάση είναι αυτοχρηματοδοτούμενη, στηρίξτε, βάλτε κάτι στο κουτί ελεύθερης συνεισφοράς μπλα μπλα μπλα» συν κείμενα, παρεμβάσεις απ’ το μικρόφωνο και τέτοια, είχε φτάσει ένα σημείο που μαζεύονταν αρκετά λεφτά, δηλαδή μαζεύονταν 400-500 ευρώ σε κάθε συναυλία απ’ το κουτί μόνο, όχι απ’ τις μπύρες. Έγινε δουλειά και είχε αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τότε, υπήρχαν -και υπάρχουν- πάρα πολλοί που σε αγνοούν επιδεικτικά..
Κώστας: Υπάρχει ένας κόσμος, ναι, που δεν βάζει στο κουτί ενώ όντως έχει και μπορεί. Πρέπει να ζυγίσεις όμως πάντοτε ανάμεσα στο να βάλεις σε έναν χώρο είσοδο, που σε παραπέμπει σ’ όλα αυτά (περί μαγαζιών, διαχωρισμών κτλ…) που είπαμε πριν, και στο να δουλέψεις πάνω στο να καλλιεργήσεις στον άλλο την συνείδηση να βάλει κάτι στο κουτί.



Εντυπώσεις από Κύπρο?


Τζίμης: Πεζεβένγκηδες όλοι. (γέλια)
Γιούλη: Ήτανε το πιο ωραίο μέρος που έχουμε παίξει νομίζω εγώ.
Τζίμης: Είναι το πιο ωραίο μέρος στην ανατολική Μεσόγειο που παίξαμε φέτος(γέλια).
Νικολάκης: Να το κάνω σαφές, εννούνε το πάρκο που παίξαμε, όχι τη Λευκωσία.
Γιούλη: Ήτανε θεϊκό το πάρκο... Τέλειο...
Κώστας: Όταν λέει εντυπώσεις περιμένει κι άλλα πράματα (γέλια). Εμένα μου κάνει εντύπωση το πού ήμασταν, ήμασταν σε ένα χώρο στον οποίο στην ελλάδα αποκλείεται να παίζαμε συναυλία, ανάμεσα στο κοινοβούλιο και στον άρειο πάγο (γέλια). Δε θα υπήρχε περίπτωση αντικειμενικά! Ντάξει, πιστεύω για τα δεδομένα της πόλης, όπως μου τα περιέγραψαν, ήταν πολύ αισιόδοξη η όλη εκδήλωση γενικά.



Θα θέλατε να προσθέσετε τίποτα για το κλείσιμο?


Νικολάκης: Ήταν μια πολύ ευχάριστη και ελπιδοφόρα εμπειρία το ταξίδι μας στην Κύπρο. Αξίζει να ξέρει ο κόσμος ότι μας καλύψατε όλα τα μεταφορικά μας έξοδα παρόλο που είμαστε τόσα άτομα, δώσατε τόσα λεφτά για να βγει ένας καλός ήχος, πήρατε ένα ρίσκο, που ακόμα κι αν τυχόν δεν σας έβγαινε, εγώ πιστεύω ότι θα σας ανέβαζε όμως τις απαιτήσεις σας γύρω από το πώς πρέπει να είναι μια εκδήλωση και θα σας έβαζε στην πρίζα να τρέχετε για όσο το δυνατόν καλύτερα πράγματα στο μέλλον. Εγώ λοιπόν το χάρηκα πάρα
πολύ που τελικά βγήκανε όλα σας τα έξοδα, γιατί αποδείχτηκε ότι αν ρίξεις δουλειά, μπορείς να ανεβάσεις το επίπεδο.
Τζίμης: Να ευχαριστήσουμε τη Σκαπούλα, που μας έκανε αυτή τη συνέντευξη, που κλέβει τόσο ξεδιάντροπα το Αντίδοτο και είναι χαλαρά το καλύτερο περιοδικό που βγάζει αυτή η πόλη, επειδή δεν έχει βγάλει άλλο περιοδικό ποτέ μάλλον. Εμείς που τους γνωρίσαμε, το παίζουν ότι είναι μαθητές και νεολαίοι κι όλα αυτά, αλλά είναι 47 χρονών και προσπαθούν να προσηλυτίσουνε αθώες ψυχές...(γέλια)



Α! και κάτι τελευταίο: Τα τραγούδια πώς τα γράφετε?


Τζίμης: Τα αγοράζουμε τα κομμάτια, στο ίντερνετ τα ψάχνουμε και τα βρίσκουμε. Στο facebook τα ανεβάζουμε, αυτό. (γέλια)
Κι άμα παίρνει πολλά likes είναι καλό?
Τζίμης: Άμα παίρνει περισσότερα dislikes είναι ακόμα καλύτερο!!! (γέλια)



Δεν υπάρχει dislike..


Τζίμης: Δεν υπάρχει dislike?! Ε σκατά στο facebook! Είναι σαν να ψηφίζεις και να είναι υποψήφιο μόνο ένα κόμμα... Βασικά απλά ακούμε Μούχλα και Εν Ψυχρώ, τα πειράζουμε λίγο και τα παρουσιάζουμε ως δικά μας… (γέλια)
Γιούλα: Και βάζουμε λίγο λαλαλα και γίνεται kill the cat!

No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.